Ο Σαλιαγκός είναι νησίδα επί της οποίας ανακαλύφθηκε ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος και μάλιστα ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων. Η νησίδα δεν είναι ούτε 500 τετραγωνικά μέτρα και βρίσκεται σήμερα μέσα στη βόρεια Συστάδα νήσων Αντιπάρου, βόρεια του μικρού ισθμού μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου. Στην αρχαιότητα και μέχρι το Βυζάντιο η στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας ήταν πιο χαμηλή και δεν σκέπαζε το μέρος. Αρχικότερα ήταν ένας λοφίσκος σε έναν επιμήκη ισθμό στο νότιο τμήμα της Ευρύτερης Πάρου.
Το νησί επισκέφθηκε το 1959 ο τότε επιμελητής Αρχαιοτήτων Νικ. Ζαφειρόπουλος, ο οποίος και εντόπισε τα κατάλοιπα προϊστορικού οικισμού. Η συστηματική ανασκαφή τελικά πραγματοποιήθηκε από τους C. Renfrew και J.D. Evans της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής κατά τα έτη 1964-1965 από αρχαιολόγους του Βρετανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα που διενήργησε τις ανασκαφές και την αρχαιολογική μελέτη. Ο Ρένφριου καθόρισε τον Πολιτισμό του Σάλιαγκου μετά από ανασκαφές που πραγματοποίησε με τον Έβανς στην ομώνυμη θέση. Χρονολογείται στη νεολιθική εποχή και σύμφωνα με τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης ήταν κατοικημένη μεταξύ 4300 – 3700 π.Χ. δηλαδή στην Ύστερη Νεολιθική εποχή του Αιγαίου.[1]
Τα θεμέλια των σπιτιών είναι κατεστραμμένα, επειδή στη Ρωμαϊκή εποχή το μέρος είχε χρησιμοποιηθεί για νεκροταφείο. Διακρίνουμε μερικούς τετράγωνους εσωτερικούς χώρους διαστάσεων περίπου 2,60 x 3 μέτρα και έναν οβάλ εσωτερικό χώρο. Σε δυο χώρους βρέθηκαν υπολείμματα εστίας. Άλλες δύο κατασκευές στρογγυλού σχήματος ερμηνεύονται ότι είναι αποθήκες για δημητριακά. Τα θεμέλια είναι χτισμένα με πέτρες και βράχους της περιοχής. Τα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί για τους τοίχους δεν σώζονται και γι’ αυτό δεν ξέρουμε από τι ήταν. Πάντως τούβλα δεν φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί. Στο δυτικό μέρος του οικισμού ένα τείχος περιβάλει τα σπίτια του οικισμού, που ίσως να ήταν κάποιο προστατευτικό φρούριο για να προφυλάσσει τους κατοίκους από επιθέσεις.
Στα ερείπια του οικισμού βρέθηκε μεγάλος αριθμός κεραμικών θρυμμάτων. Σχεδόν 3,5 τόνου του κεραμικού υλικού μελετήθηκε από τους επιστήμονες, που κατόρθωσαν να συναρμολογήσουν 60 πήλινα δοχεία και σκεύη ολικά ή εν μέρει. Το υλικό κατασκευής των πήλινων δοχείων προέρχεται από την περιοχή. Μερικά από τα σκεύη (περίπου 12%) έχουν εξαιρετικά λεία επιφάνεια και πρόκειται μάλλον για σκεύη που χρησίμευαν ως πιάτα για το φαΐ. Ένα 10% είναι ποτήρια ή κανάτες, ενώ τα υπόλοιπα είναι πιατέλες, πιάτα και κεσεδάκια. Ο πηλός έχει διάφορα χρώματα και αποχρώσεις κίτρινου, καφετί ή γκρι σκούρο και τα περισσότερα είναι διακοσμημένα με άσπρες ζωγραφιές γεωμετρικών σχηματισμών μεγάλης ποικιλίας. Που και που έχουν και διακοσμητικές αποτυπώσεις ή επικολλήσεις. Δυο μαρμάρινα θρύμματα μαρτυράν ότι σπάνια υπήρχαν και πολυτελή σκεύη.