Οι Βάσσες είναι αρχαιολογικός χώρος, ο οποίος βρίσκεται στην Οιχαλία της Μεσσηνίας. Οι Βάσσες στην αρχαιότητα αποτελούσαν μέρος της αρχαίας Αρκαδίας. Ο αρχαιολογικός χώρος των Βασσών βρίσκεται κοντά στο χωριό Σκληρός, βορειοανατολικά της Φιγαλείας, νότια της Ανδρίτσαινας και δυτικά της Μεγαλόπολης. Το κύριο αξιοθέατο στον αρχαιολογικό χώρο των Βασσών είναι ο καλοδιατηρημένος ναός του Επικούριου Απόλλωνα, ο οποίος χτίστηκε στα μέσα προς τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Αν και ο ναός των Βασσών βρίσκεται μακριά από τα πολιτικά κέντρα της αρχαίας Ελλάδας, ο ναός των Βασσών έχει μελετηθεί πάρα πολύ εξαιτίας του πλήθους των ασυνήθιστων χαρακτηριστικών του. Οι Βάσσες ήταν ο πρώτος χώρος στην Ελλάδα ο οποίος εγγράφηκε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (1986). [2]
Ιστορία του Ναού του Επικούριου Απόλλωνα
Ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.131 μέτρων πάνω από την στάθμη της θάλασσας στους πρόποδες του όρους Κοτύλιου. Κατασκευάστηκε στο β΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Πιθανώς ο ναός αυτός σχεδιάστηκε από τον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα.[3]
Ο αρχαίος συγγραφέας Παυσανίας υμνεί τον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες, καθώς ξεπερνά όλους τους υπόλοιπους ναούς της Ελλάδας εκτός από τον ναό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα σε πολλούς τομείς, όπως η ομορφιά της πέτρας του και η αρμονία της κατασκευής του.[4]
Ο ναός συνέχισε να λειτουργεί έως τον 4ο ή τον 5ο αιώνα μ.Χ., όταν όλοι οι μη χριστιανικοί ναοί έκλεισαν με βίαιο τρόπο κατά τη διάρκεια του διωγμού των ειδωλολατρών στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Κατασκευή και διακόσμηση
Ο ναός είναι ευθυγραμμισμένος σε μια κατεύθυνση από τον βορρά προς το νότο. Ο ναός αυτός έτσι αποτελεί μια εξαίρεση, καθώς η πλειονότητα των ελληνικών ναών είναι ευθυγραμμισμένοι σε μια κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η κύρια είσοδος του ναού βρίσκεται στα βόρεια. Η είσοδος προς τον ναό μπορούσε να βρίσκεται μόνο στο βόρειο κομμάτι του λαού, λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου χώρου επειδή ο ναός βρισκόταν στις απότομες πλαγιές του βουνού. Για να ξεπεραστεί αυτός ο περιορισμός τοποθετήθηκε μια πόρτα στο πλάι του ναού, ίσως για να μπει φως το οποίο θα φώτιζε το άγαλμα του θεού.
Ο ναός έχει σχετικά μέτριο μέγεθος, καθώς ο στυλοβάτης έχει διαστάσεις 38.3 επί 14.5 μέτρα. Ο ναός έχει ένα δωρικό περιστύλιο έξι επί δεκαπέντε κιόνων (εξάστυλο). Η οροφή διαθέτει έναν κεντρικό χώρο ο οποίος είναι ανοιχτός και ακάλυπτος με στόχο το εσωτερικό του ναού να δέχεται το απαραίτητο φως και εξαερισμό. Ο ναός κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από γκρίζο ασβεστόλιθο Αρκαδίας.[5] Το μόνο μέρος του ναού που έχει κατασκευαστεί με μάρμαρο είναι η ζωφόρος των Βασσών. Όπως οι περισσότεροι μεγάλοι ναοί των αρχαίων, υπάρχουν τρία δωμάτια στον ναό των Βασσών: ο πρόναος, ο ναός και ο οπισθόδομος. Ο ναός πιθανώς στέγαζε ένα είδωλο του Απόλλωνα. Πάντως, εικάζεται ότι το κιονόκρανο πρωτοκορινθιανού τύπου το οποίο ανακάλυψε ο Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ και στη συνέχεια χάθηκε στη θάλασσα, ίσως ήταν η κορυφή της στήλης η οποία βρισκόταν στο κέντρο του ναού. Αυτή η στήλη φαίνεται πως προοριζόταν να γίνει μια “υλική” απεικόνιση του Βόρειου Απόλλωνα, χωρίς την χρήση κάποιου ειδώλου με τη μορφή του. Ο ναός στερείται ορισμένων μεταγενέστερων οπτικών βελτιώσεων οι οποίες απαντώνται στο ναό του Παρθενώνα.[6]
Ο ναός παρουσιάζει μια ακόμη ιδιαιτερότητα. Αυτός ο ναός συνδυάζει στοιχεία και από τους τρεις κλασσικούς ρυθμούς κιόνων (δηλαδή τον Δωρικό, τον Ιωνικό και τον Κορινθιακό). Στήλες δωρικού ρυθμού μπορούν να βρεθούν στο το περιστύλιο του ναού. Το εσωτερικό του ναού στηρίζεται από στήλες ιωνικού ρυθμού ενώ στο κέντρο του εσωτερικού ναού βρίσκεται μια στήλη κορινθιακού ρυθμού.[7] Το κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανο είναι το αρχαιότερο σωζόμενο παράδειγμα χρήσης του κορινθιακού ρυθμού σε αρχαίους ναούς.[3]
Η εξωτερική διακόσμηση του ναού των Βασσών ήταν σχετικά αραιή.[8] Στο εσωτερικό, όμως, υπήρχε μια μεγάλη ζωφόρος η οποία έδειχνε τους Αθηναίους να παλεύουν εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και τους Λαπίθες να μάχονται εναντίον των Κένταυρων.[9] Οι μετόπες αυτής της ζωφόρου αφαιρέθηκαν από τον Κόκρελ και μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο το 1815 (σήμερα φιλοξενούνται στην Έκθεση 16 του Μουσείου, κοντά στα μάρμαρα του Παρθενώνα[9]). Ο Κόκρελ διακόσμησε τους τοίχους της Μεγάλης Σκάλας του Ασμόλειου μουσείου και της Λέσχης Ταξιδιωτών του Λονδίνου με γύψινα αντίγραφα της ζωφόρου των Βασσών.[10]
Η ύπαρξη του ναού έγινε αντιληπτή για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1765 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ζ. Μποσέ, ο οποίος έχτιζε βίλες στη Ζάκυνθο και τον είδε εντελώς τυχαία. Αναγνώρισε την ύπαρξη του ναού από την τοποθεσία του αλλά και τα χαρακτηριστικά του, αλλά όταν επέστρεψε για να τον δει δεύτερη φορά, δολοφονήθηκε από ληστές.[11] Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ και ο Καρλ Χάλλερ φον Χάλλερσταϊν, έχοντας εξασφαλίσει την κλοπή γλυπτών στην Αίγινα με στόχο την εξαγωγή τους εξωτερικό, ήλπιζαν να συνεχίσουν τις κλοπές αρχαιοτήτων και στις Βάσσες, το 1811. Ωστόσο, οι απεικονίσεις του ναού και των μερών του ναού, τις οποίες είχε δημιουργήσει ο Χάλερ, χάθηκαν στη θάλασσα.[12]
Ο χώρος εξερευνήθηκε το 1812 με την άδεια του Βαλή Πασά, διοικητή της τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου. Οι Βρετανοί που εξερεύνησαν τον ναό αφαίρεσαν 23 πλάκες από την ιωνικού ρυθμού ζωφόρο και την μετέφεραν στη Ζάκυνθο μαζί με άλλα γλυπτά. Οι Βρετανοί εξαγόρασαν τα δικαιώματα του Βαλή Πασά στα ευρήματα δίνοντας του ένα μικρό χρηματικό ποσό και η ζωφόρος αγοράστηκε από το Βρετανικό Μουσείο το 1815 κατά τη διάρκεια μιας δημοπρασίας. Οι μετόπες αυτής της ζωφόρου αφαιρέθηκαν από τον Κόκρελ. Τα γλυπτά της ζωφόρου μεταφέρθηκαν στην Ρώμη το 1814 και εντάχθηκαν επίσημα στην συλλογή του Βρετανικού Μουσείου το 1820. Άλλες βιαστικές επισκέψεις στον ναό οδήγησαν σε περαιτέρω ανακαλύψεις, μεταφορές αρχαιοτήτων στην δυτική Ευρώπη και πληροφορίες για το ναό. Η πρώτη πλήρως δημοσιευμένη ανασκαφή έλαβε χώρα το 1836 από Ρώσους αρχαιολόγους, ενώ στην ρωσική αποστολή στο ναό συμμετείχε και ο Ρώσσος ζωγράφος Καρλ Μπριουλόφ. Η εντυπωσιακότερη ανακάλυψη στο ναό των Βασσών ήταν ένα κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανο. Όπως προαναφέρθηκε αυτό το κιονόκρανο που βρέθηκε στις Βάσσες είναι το παλαιότερο κιονόκρανο σε κορινθιακό ρυθμό που έχει βρεθεί. Μερικά από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στις Βάσσες εκτίθενται στο Μουσείο Καλών Τεχνών Πούσκιν στη Μόσχα.
Το 1902 η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών έκανε την πρώτη ανασκαφή που διενέργησαν Έλληνες στο ναό. Η ανασκαφή αυτή έγινε υπό την ηγεσία του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη μαζί με τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο και τον Παναγιώτη Καββαδία. Το 1959, το 1970 και το 1975-1979, έγιναν νέες ανασκαφές υπό τη διεύθυνση του Νικολάου Γιαλούρη.
Η απόμακρη τοποθεσία στην οποία βρίσκεται ο ναός (σχετικά με τις Βάσσες, οι μόνες παρατηρήσεις αρχαίου περιηγητή για τις Βάσσες που έχουν σωθεί είναι αυτές του Παυσανία) έχει συμβάλλει στην διατήρηση του ναού σε καλή κατάσταση. Άλλοι ναοί σε πιο προσιτές τοποθεσίες υπέστησαν ζημιές ή κατεστράφησαν από συγκρούσεις, και όσοι επιβίωσαν μέχρι σήμερα επιβίωσαν μέσω της μετατροπής τους σε εκκλησία. Ο Ναός του Απόλλωνα επιβίωσε μέχρι σήμερα σαν ένας αρχαιοελληνικός ναός, αν και δεν χρησιμοποιείται εδώ και πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απόστασής του από τις μεγάλες πόλεις δεν κινδυνεύει τόσο από την όξινη βροχή όσο άλλα μνημεία σαν το Παρθενώνα. Η όξινη βροχή διαλύει γρήγορα τον ασβεστόλιθο και καταστρέφει τα μαρμάρινα γλυπτά.
Ο ναός του Απόλλωνα έχει καλυφθεί με μια λευκή σκηνή με στόχο να προστατευτούν τα ερείπια του ναού.[13] Επί του παρόντος η Επιτροπή Συντήρησης του Ναού του Επικούριου Απόλλωνα, η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού, είναι υπεύθυνη για την διεξαγωγή εργασιών συντήρησης στις εγκαταστάσεις του ναού.