Η Αλιμιά ή Αλιμνιά είναι ελληνικό νησί του Αιγαίου, το οποίο βρίσκεται στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ρόδου και Χάλκης, στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων. Η επιφάνεια του νησιού είναι 7,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα και έχει μήκος ακτών 21 χιλιόμετρα. Το νησί διατηρούσε έναν μικρό πληθυσμό μέχρι περίπου την δεκαετία 1960-1970, ενώ έκτοτε παραμένει ακατοίκητο. Κατοικείται εποχιακά από τις οικογένειες ορισμένων βοσκών, που έρχονται από την γειτονική Χάλκη και βόσκουν τα ποίμνιά των (πρόβατα – αλίγες) σε αυτό. Επίσης κατά την διάρκεια του θέρους το επισκέπτονται αρκετοί τουρίστες, ΄Ελληνες και ξένοι, για την θαυμάσια φύση του, τα μνημεία του και την πλούσια ιστορία του.
Το νησί κατοικείται από την Νεολιθική Περίοδο. Ανασκαφές του τέλους του 20ου αι. έφεραν στο φως λείψανα ανθρώπινης κατοίκησης, που χρονολογούνται περίπου στην 4η χιλιετηρίδα π.Χ.. Το νησί συνεχίζει να κατοικείται κατά τους ιστορικούς χρόνους και ήκμασε ιδιαίτερα κατά την Κλασσική, την Ελληνιστική, την Ρωμαϊκή εποχή και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (4ος-6ος αι. μ.Χ.).

Το νησί αναφέρεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (Plinius caecilius Secundus, * Kόμο 23 μ. Χ., + Κόλπος Νεάπολης 24-08-79 μ. Χ.) με το όνομα Ευλίμνια, όνομα που σχετίζεται με τους δύο μεγάλους όρμους του νησιού, του Εμποριού στην ανατολική πλευρά και τον Άγιο Γεώργιο, στην δυτική πλευρά αυτού, που αποτελούν ασφαλή φυσικά λιμάνια. Η χρήση τους στην αρχαιότητα επιβεβαιώνεται από τα εντυπωσιακά, λαξευμένα στον βράχο, νεώρια (εννέα τον αριθμό, 7 μεγάλα και 2 μικρότερα), που χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο, όταν το νησί ανήκε στο Ροδιακό κράτος.[1]

Κατά την ελληνιστική περίοδο, οπότε και ήκμασε το Ροδιακό κράτος, το νησί οχυρώθηκε με την κατασκευή φρουρίου, κτισμένου σε φύσει οχυρό βραχώδες ύψωμα, λείψανα του οποίου διατηρούνται. Το νησί χρησιμοποιήθηκε ως αγκυροβόλιο και παρατηρητήριο του Ροδιακού στόλου.[2] Το ελληνιστικό κάστρο διασώζεται μέχρι σήμερα στα ανατολικά της υψηλότερης κορυφής του νησιού.[3] Τμήμα του ελληνιστικού κάστρου χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του μεσαιωνικού κάστρου, που χτίστηκε το 1475, όταν τη Ρόδο και τα γύρω νησιά κατείχαν οι Ιωαννίτες Ιππότες (1310-1522 μ. Χ.).[2] Στην ακτή του Εμποριού έχουν βρεθεί τάφοι ρωμαϊκών χρόνων και είναι ορατοί αρχαίοι τοίχοι και η θεμελίωση μίας τρίκλιτης, ξυλόστεγης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, πιθανώς του 5ου αι. μ. Χ..[4] Πιθανώς δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική έκειτο στη θέση, όπου κείται σήμερα ο ναός του Αγίου Γεωργίου, όπως συνάγεται από την ύπαρξη στη θέση αυτή λειψάνων παλαιών τοίχων και ικανού αριθμού μαρμαρίνων αρχιτεκτονικών μελών της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Επίσης στη θέση αυτή διατηρούνται οικοδομικά κατάλοιπα παλαιών κτιρίων και πλούσια κεραμική, προερχόμενα από διάφορες περιόδους.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (23. Αοπριλίου) ανηγέρθη στα τέλη του 19ου αι. στη θέση παλαιοτέρου, εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη, περατούται σε μίαν αψίδα προς Ανατολάς, εσωτερικώς ημικυκλική και εξωτερικά τρίπλευρη ή ημιεξαγωνική και καλύπτεται με συνδυασμό σταυροθολίων, σύμφωνα με δυτικές επιδράσεις. Πρόκειται για ναό, ο οποίος ανήκει στον λεγόμενο «Δωδεκανησιακό αρχιτεκτονικό τύπο». Τα τέσσερα παράθυρα του ναού, ανά δύο στην νότια και βόρεια πλευρά, φέρουν τόξα, εσωτερικά ημικυκλικά, ενώ εξωτερικά περατούνται σε ιδιόρρυθμα τόξα, φέροντα οξείες απολήξεις, επηρεασμένα από την μουσουλμανική αρχιτεκτονική.

Νότια του ναού του Αγίου Γεωργίου κείται ο ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά (11 Νοεμβρίου), ο οποίος εμφανίζει κάτοψη σε σχήμα ελεύθερου σταυρού και στο κέντρο αυτού υψώνεται ημισφαιρικός τρούλλος, ο οποίος φέρεται επάνω σε υψηλό κυλινδρικού σχήματος τύμπανον. Ο ναός αυτός είναι κτίσμα του τέλους του 19ου αιώνα.

Επί Τουρκοκρατίας (1522-1912) η Αλιμνιά κατοικείτο μόνο από ΄Ελληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς, ενώ στη Χάλκη υπήρχε ολιγομελής τουρκική φρουρά. Στην Αλιμνιά ήρχετο μία φορά ετησίως ο Δεκατιστής, ο οποίος εισέπραττε τον φόρο της Δεκάτης (10 % επί των παραγομένων προϊόντων) και στη συνέχεια αναχωρούσε.

Κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα (1912-1943) στην Αλιμνιά ανηγέρθησαν δύο Καζέρμες (στρατώνες), όπου έμεναν οι Ιταλοί στρατιώτες, ο αριθμός των οποίων ανήρχετο μέχρι και 160 άτομα συνολικά. Αυτοί διέμεναν στην Αλιμνιά, ετροφοδοτούντο από την κεντρική Ιταλική Στρατιωτική Διοίκηση της Δωδεκανήσου και οι σχέσεις των με τους εντοπίους κατοίκους ήσαν αρμονικές. Η παρουσία των Ιταλών στρατιωτών στην Αλιμνιά ετόνωνε την ζωή στο μικρό αυτό νησί. Τα οικοδομήματα των στρατιωτικών αυτών εγκαταστάσεων των Ιταλών διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Στην Αλιμνία παλαιότερα υπήρχε οργανωμένη Ενορία με μόνιμο Εφημέριο, ελειτούργει ελαιόμυλος και αλευρόμυλος και παρήγετο καλής ποιότητος ασβέστης, τα περισσότερα δε ασβεστοκάμινα διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Τα πετρώματα είναι ασβεστόλιθικά και η εκκαμίνευση εγίνετο με το κάψιμο κλαδιών από την εντόπια βλάστηση, που είναι αρκετά πλούσια. Επίσης στο νησί φύεται το είδος της τραχείας πεύκης το ξύλο της οποίας είναι κατάλληλο για την επισκευή πλοίων και υπήρχαν εργοτάξια επισκευής αυτών.

Τα κύρια προϊόντα της Αλιμνιάς ήταν: ελαιόλαδο, ελαίες βρώσιμες, σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, κτηνοτροφικά προϊόντα, αλιεύματα και κυρίως οι κάτοικοι αυτής ησχολούντο με την επισκευή και τον ανεφοδιασμό πλοίων, την ναυτιλία και το εμπόριο.

Υπήρχε έλλειψη νερού, προερχομένου από πηγές και οι κάτοικοι εξυπηρετούντο από πηγάδια και υδατοδεξαμενές, όπου συνελέγοντο τα όμβρια ύδατα. Παρόμοιες υδατοδεξαμενές υπήρχαν τόσον εντός του αρχαίου, όσον και του μεσαιωνικού φρουρίου της νήσου αυτής.

Οι κάτοικοι της Αλιμνιάς εμφάνιζαν τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά, από εκείνα των κατοίκων της γειτονικής Χάλκης. Σημειωτέον ότι σήμερα υπολογίζεται ότι από τις περίπου 50 οικογένειες μονίμων κατοίκων στην Χάλκη, οι 40 περίπου προέχονται από την Αλιμνιά και οι 10 από την Χάλκη.

Αναζήτηση

Κατηγορίες


---------------------------------------------------