Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου υψώνεται ένας βραχώδης οχυρός λόφος γνωστός με το όνομα «Αγία Πέτρα», το ύψος του οποίου είναι 55,90 μέτρα.
Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαπιστώθηκε ότι ο λόφος αυτός με τη στρατηγική θέση παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, ένα μικρό τμήμα υστερορωμαϊκού ψηφιδωτού και τέσσερις ελληνόγλωσσες επιγραφές περισυλλέχθηκαν από το λόφο και τη γύρω περιοχή. Από τις επιγραφές αυτές οι δύο είναι της βουλής και του δήμου Πλωτινοπολιτών, τιμητικές για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Ιούλιο Φίλιππο και Βαλεριανό που βασίλεψαν στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Η τρίτη είναι απολέπισμα βωμού αφιερωμένου στον Απόλλωνα Κερσικόν Σώζοντα, που μαρτυρεί πάλι το όνομα της πόλης ΠΛΩΤΕΙ, ενώ η τέταρτη είναι μία αναθηματική στον Ηρακλή:
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΘΡΑΚΩΝ Κ ΠΟΡΕΩΣ ΗΡΑΚΛΗ. Και συμπληρωμένη: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΘΡΑΚΩΝ Κ[ΟΤΥΣ ΜΟΚΑ]ΠΟΡΕΩΣ ΗΡΑΚΛΕΙ.
Ο Θράκας βασιλιάς είναι ίσως ο Κότυς Μοκαπόρεως, ενώ η επιγραφή θα πρέπει να χρονολογηθεί πρωιμότερα από τις προηγούμενες τρεις, γεγονός που αυξάνει τη σπουδαιότητά της.
Στα 1959-60 η επιφανειακή έρευνα του καθηγητή Γεωργίου Μπακαλάκη πάνω και γύρω από το λόφο επιβεβαίωσε την ταύτιση της θέσης αυτής με την Πλωτινόπολη.
Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι η Πλωτινόπολη ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.) για να τιμήσει τη γυναίκα του Πλωτίνη και βρισκόταν δύο περίπου χιλιόμετρα από τον ποταμό Έβρο. Κατά τον Ιεροκλέα και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο ήταν μία από τις πέντε πόλεις της επαρχίας Αιμιμόντου. Στα εκκλησιαστικά δε χρονικά αναφέρεται ως έδρα επισκόπου της ίδιας επαρχίας υπό τον μητροπολίτη Αδριανουπόλεως. Από τον Προκόπιο επίσης είναι γνωστό ότι ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε τα τείχη της Πλωτινόπολης.