Η Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους (συντ.: Άγιον Όρος) αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, που βρίσκεται στη χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής, στη Μακεδονία. Περιλαμβάνει 20 Ιερές Μονές, τα εξαρτήματά τους και διάφορα καταστήματα και υπηρεσίες. Το καθεστώς και ο τρόπος λειτουργίας του καθορίζονται με λεπτομερή τρόπο, παράλληλα προς το Σύνταγμα της Ελλάδας, με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (Κ.Χ.Α.Ο.) της 10ης Μαΐου 1924. Πνευματικά διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Oικουμενικού Πατριαρχείου.[2] Πολιτικός διοικητής του Αγίου Όρους, από τις 6 Αυγούστου 2024, είναι ο πρώην υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, στρατηγός εν αποστρατεία, Αλκιβιάδης Στεφανής.[3]
Από το 1988 συγκαταλέγεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η χερσόνησος του Άθω είναι η ανατολικότερη και τραχύτερη των τριών επιμέρους παράλληλων χερσονήσων (Κασσάνδρας ή Παλλήνης, Λόγκου ή Σιθωνίας – κεντρική, και Άθω ή Αγίου Όρους) που απαρτίζουν τη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η χερσόνησος αυτή καλύπτεται από το όρος Άθω, ύψους 2033μ., εξ ου και το όνομά της, καταλήγει δε στο ακρωτήριο Νυμφαίο ή Ακρόθωον. Στερείται ποταμών και λιμνών. Συνδέεται με τη Χαλκιδική με τον στενό ισθμό του Ξέρξη, χαμηλή λωρίδα γης, μήκους 2 χλμ., ιστορικό από τους Περσικούς πολέμους το 480 π.Χ.. Μεταξύ της χερσονήσου του Άθω και της Σιθωνίας ή Λόγκου σχηματίζεται ο Σιγγιτικός ή κόλπος Αγίου Όρους, ενώ βοριοανατολικά ο κόλπος της Ιερισσού.
Λίγα μίλια νοτιοανατολικά του Άθω βρίσκεται το μεγαλύτερο βάραθρο του Αιγαίου που από τα 80μ βάθος, απότομα φθάνει τα 1070μ.
Την πρώτη ονομασία και μετονομασία τη συναντούμε στον Βίο των μαρτύρων της Τιβεριούπολις του Θεοφύλακτου Αχρίδος, όπου διαβάζουμε: «τὸ πάλαι μὲν ἱερόν, νῦν δὲ ἃγιον ὃρος λεγόμενον καταλαμβάνει».[5] Κατά το θεωρούμενο πρώτο Τυπικό που επικύρωσε ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, ο Άθως καλείται απλώς «Όρος». Ίσως αυτή να ήταν η συνήθης τότε ονομασία του χώρου.
Η επικράτηση όμως του ονόματος «Άγιον Όρος» φαίνεται να έγινε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, συγκεκριμένα σε χρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, η οποία αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το νέο όνομα όπως αναγράφεται σε αυτό: «Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Σε μεταγενέστερα αυτοκρατορικά και άλλα έγγραφα αναφέρεται ως «Το Αγιώνυμον Όρος του Άθω».
Το Άγιον Όρος συνίσταται από είκοσι Ιερές Μονές. Σύμφωνα με την ιεραρχική τάξη οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, καλούμενες και Αθωνικές, οι οποίες είναι αυτοδιοίκητες και διοικούνται σύμφωνα με τον εσωτερικό τους κανονισμό, τον οποίο ψηφίζουν οι ίδιες και εγκρίνει η Ιερά Κοινότητα, είναι οι εξής:
Χάρτης του Άθω
Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (963)
Ιερά Μονή Βατοπεδίου (972)
Ιερά Μονή Ιβήρων (976)[6]
Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (1197)
Ιερά Μονή Διονυσίου (1375)
Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου (12ος αιώνας)
Ιερά Μονή Παντοκράτορος (1363)
Ιερά Μονή Ξηροποτάμου (11ος αιώνας)
Ιερά Μονή Ζωγράφου (919)
Ιερά Μονή Δοχειαρίου (11ος αιώνας)
Ιερά Μονή Καρακάλλου (1070)
Ιερά Μονή Φιλοθέου (992)
Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (1363)
Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (11ος αιώνας)
Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (1542)
Ιερά Μονή Ξενοφώντος (1070)
Ιερά Μονή Γρηγορίου (14ος αιώνας)
Ιερά Μονή Εσφιγμένου (11ος αιώνας)
Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος (11ος αιώνας)[7]
Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου (1086)
Όλες οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους αποτελούν θρησκευτικά πνευματικά ιδρύματα και όλες χαρακτηρίζονται ως «Κυρίαρχες», «Βασιλικές», «Πατριαρχικές» και «Σταυροπηγιακές».
Κυρίαρχες επειδή διατηρούν ιδιοκτησιακό και οργανωτικό αυτοδιοίκητο του χώρου τους, μη υποκείμενο σε κανένα περιορισμό ως προς τον αριθμό των μοναχών.
Βασιλικές επειδή η ίδρυσή τους οφείλεται σε εντολή ή συνδρομή των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων ή η ίδρυσή τους επικυρώθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο.
Πατριαρχικές ονομάστηκαν αργότερα με την έκδοση πατριαρχικών σχετικών σιγιλλίων, όταν συνδέθηκαν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που ανέλαβε την πνευματική και μόνο εποπτεία τους.
Σταυροπηγιακές γιατί κατά την ίδρυσή τους τοποθετήθηκε σε αυτές σταυρός, ο οποίος απεστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.[8]