Η αρχαία Φαλάσαρνα βρίσκεται στην δυτική ακτή της βάσης της χερσονήσου της Γραμβούσας και αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Κρήτης κατά την Ελληνιστική Εποχή. Η πόλη ήταν γνωστή για το λιμάνι της, το μοναδικό φυσικό λιμάνι στη Δυτική Κρήτη, κτισμένο σε μια λιμνοθάλασσα που επικοινωνούσε με τη θάλασσα με ένα στενό κανάλι. Σήμερα η περιοχή είναι περισσότερο γνωστή για τις μοναδικές της παραλίες.
Κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Κώρυκος, ενώ το όνομα Φαλάσαρνα πιστεύεται ότι το έλαβε από την τοπική νύμφη Φαλασάρνη. Αντίπαλος της στην περιοχή ήταν η πανίσχυρη Πολυρρήνια, η οποία κατάφερε να κάνει τη Φαλάσαρνα λιμάνι της μετά από 100 χρόνια συγκρούσεων (186πΧ). Προστάτιδα θεά της ήταν η Δίκτυννα (Βριτομάρτις), όπως φαίνεται από τα νομίσματα της πόλης, και προφανώς αυτό είχε άμεση σχέση με το λαμπρό ιερό της Δίκτυννας στις Μένιες.
Στη Φαλάσαρνα έχουν εντοπιστεί μέρη κτιρίων, ενώ σε κοντινή απόσταση από το λιμάνι έχει εντοπιστεί η ακρόπολη πάνω από το λιμάνι με ίχνη από τα ισχυρά της τείχη και ναό αφιερωμένο στη Δήμητρα και σε κάποια χθόνια θεότητα. Επίσης, ανατολικά του λιμανιού έχει εντοπιστεί το νεκροταφείο της πόλης με 43 αρχαϊκούς τάφους. Η επικράτεια της εκτεινόταν ως και το άκρο της χερσονήσου, όπου υπήρχε και ναός. Επίσης, λίγο πριν φτάσει κάποιος στη Φαλάσαρνα υπάρχει ένας σκαλισμένος θρόνος, που ήταν πιθανώς αφιερωμένος στο θεό της θάλασσας, Ποσειδώνα, ή απλώς ένα βήμα για ομιλητές.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της πόλης είναι σίγουρα το λιμάνι της, το οποίο σήμερα έχει ανυψωθεί ως και 9μ από την επιφάνεια της θάλασσας, λόγω της ανύψωσης της Δυτικής Κρήτης από το μεγάλο σεισμό του 365μΧ. Είναι πράγματι εντυπωσιακό να βλέπει κάποιος τις λιμενικές εγκαταστάσεις στην ξηρά. Το λιμάνι προστατευόταν από τέσσερις πύργους (σώζονται οι 2) και η πρόσβαση γινόταν μέσα από ένα στενό τεχνητό κανάλι.
Πιστεύεται ότι η Φαλάσαρνα ήταν καταφύγιο πειρατών, γεγονός που ανάγκασε τους Ρωμαίους να καταστρέψουν την πόλη το 69πΧ και να σφραγίζουν το λιμάνι. Η πόλη έκτοτε δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί τον 4ο αιώνα μ.Χ.