Τα Γουρνιά – με άννωστη την αρχαία ονομασία – είναι το χαρακτηριστικότερο ανασκαμμένο παράδειγμα ενός μεσαίου μεγέθους οικισμού της εποχής της μινωικής ακμής (Υστερομινωική περίοδος: 1700-1450 π.Χ.).
Η πόλη ιδρύθηκε σε χαμηλό λόφο στον Ισθμό της Ιεράπετρας και κοντά στην θάλασσα. Δύο περιφερειακοί πλακόστρωτοι δρόμοι που τέμνονται από καθέτους προς αυτούς, συχνά κλιμακωτοί, συνδεδεμένοι όλοι με αποχετευτικό δίκτυο, ορίζουν οικοδομικά τετράγωνα, επτά από τα οποία έχουν ήδη ανασκαφεί. Οι διώροφες οικίες (οι μεγαλύτερες διαστάσεων 5χ5μ.), έχουν κοινούς εξωτερικούς τοίχους. Σήμερα σώζονται οι αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι του ισογείου και τα υπόγεια, που ήταν προσπελάσιμα με ξύλινες σκάλες από πάνω. Ο πρώτος όροφος, όπου και η κυρίως κατοικία, προσεγγίζεται με κλίμακα κατ’ ευθείαν από το δρόμο. Οι τοίχοι του κατώτερου τμήματος είναι λιθόκτιστοι, ενώ ο όροφος ήταν κατασκευασμένος από ωμές πλίνθους.
Το ανάκτορο -έδρα τοπικού άρχοντα- βρίσκεται στην κορυφή του λόφου. Αποτελούσε το κέντρο, ίσως και την αγορά του οικισμού. Μία σειρά βαθμιδών στη νότια πλευρά του αποτελούσε τον «θεατρικό χώρο» για τελετουργικές εκδηλώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα. Το εσωτερικό του ανακτόρου δεν διατηρείται καλά, διέθετε όμως διάφορους επίσημους χώρους καθώς και αποθήκες επάνω από τις οποίες θα υπήρχαν μεγάλα δωμάτια. Η κεντρική αίθουσα του ανακτόρου διαχωριζόταν από την κεντρική αυλή με κιονοστοιχία στρογγυλών ξύλινων κιόνων εναλλάξ με τετράγωνες λίθινες παρασπάδες.
Βόρεια του ανακτόρου και ανεξάρτητα από αυτό υπάρχει ένα μικρό δημόσιο ιερό αφιερωμένο στη μινωική θεά των όψεων. Είναι τετράγωνο δωμάτιο, με θρανίο στη νότια πλευρά για την τοποθέτηση των λατρευτικών αντικειμένων, μερικά από τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές: πήλινα ειδώλια θεάς με υψωμένα χέρια, τριποδικός βωμός και υποστάτες με οφιοειδή διακόσμηση.