Ο Φάρος του Κάβο Πάπα χαρακτηρίζεται ως μνημείο διότι αποτελεί αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ειδικής κατηγορίας κτηρίων, των φάρων, έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στην περιοχή, είναι συνδεδεμένος με τη ναυτική παράδοση της Ελλάδος και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς αλλά και για τους κατοίκους του νησιού της Ικαρίας.
Ο φάρος κατασκευάστηκε μεταξύ 1886 και 1890 από την Γαλλική Εταιρία Φάρων επί οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οριοθετεί ένα από τα πιο δύσκολα περάσματα στο κεντρικό αιγαίο, μεταξύ Μυκόνου – Ικαρίας. Άναψε για πρώτη φορά, στις 20 Μαΐου του 1890, ενώ εντάχθηκε στο ελληνικό φαρικό δίκτυο στις 9 Απριλίου 1915 λίγο μετά τους βαλκανικούς πολέμους.
Για πολλά χρόνια, λειτουργούσε με κύρια πηγή ενέργειας το πετρέλαιο. Το 1933 εγκαινιάζεται η λειτουργία του με λυχνία «πυρακτώσεως δια πετρελαϊκών ατμών». Τη διάταξη συμπλήρωνε ένα κουρδιστό σύστημα περιστροφής, ωρολογιακού τύπου, που έπαιρνε κίνηση από ένα βαρίδι προκειμένου να αποδοθεί η χαρακτηριστική αναλαμπή. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο φάρος μετατράπηκε σε φυλάκιο των Ιταλών και παρέμεινε σβηστός, ενώ υπέστει σοβαρές ζημιές.
Επαναλειτούργησε το 1945 με προσωρινή τοποθέτηση αυτόματου πυρσού ασετυλίνης, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης των ζημιών που ολοκληρώθηκαν κατά διαστήματα το 1949, το 1958 και 1979 με την τοποθέτηση νέου φωτιστικού μηχανήματος. Το 1980 ο Φάρος του Πάπα μετατράπηκε σε ηλεκτρικός, διατηρώντας το σύστημα πετρελαίου ως εφεδρικό μέχρι και τον Οκτώβριο του 2000 ,οπότε και αυτοματοποιήθηκε πλήρως.
Το εστιακό του ύψος είναι στα 75 μέτρα και είναι ορατός από τα 25 μίλια με χαρακτηριστικό του μία λευκή αναλαμπή ανά 20”. Tο ύψος του κυλινδρικού του πύργου είναι 11 μέτρα και για να φτάσει κάποιος στην κορυφή του χρειάζεται να ανέβει 32 πέτρινα και 21 μεταλλικά σκαλοπάτια.