Το Λωβοκομείο της Χίου, ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του νησιού, είναι το μακροβιότερο Λεπροκομείο της Ελλάδας με συνεχή παρουσία 6 περίπου αιώνων ταγμένο στην περίθαλψη των ασθενών από λέπρα. Αναφέρεται ως το «Καθαριότερο» και ως το πλέον «καλώς διοικούμενο ίδρυμα» το οποίο παρείχε ανέσεις και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους ασθενείς του.
Οι Γενουάτες ίδρυσαν το Λωβοκομείο στη Χίο πιθανόν το 1378, στην περιοχή Σίφι, μέσα στην κοιλάδα της Υπακοής, η οποία είχε λάβει την ονομασία αυτή από τον ναό της Παναγίας Υπακοής, ή της Παναγίας της Επικόου που βρισκόταν ήδη από την Βυζαντινή περίοδο στην ίδια περιοχή, με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης της λέπρας η οποία έβλαπτε τα εμπορικά και οικονομικά τους συμφέροντα. Είναι γνωστή άλλωστε η εξάπλωση του νοσήματος στο νησί από τον 10 αιώνα λόγω της κομβικής θέσης του στις θαλάσσιες οδούς επικοινωνίας στην περιοχή του Αιγαίου. Από την ίδρυσή του μέχρι και το 1959, οπότε έκλεισε για πάντα τις πόρτες του, το Λωβοκομείο Χίου είχε συνεχή λειτουργία. Μοναδική περίοδος διακοπής τα έτη 1822 και 1835, όταν οι Τούρκοι προχώρησαν στη σφαγή 20.000 Χιωτών και στην εξορία άλλων 23.000, με αποτέλεσμα την ερήμωση του νησιού αλλά και του ιδρύματος, που τα επόμενα χρόνια συνέχισε τη λειτουργία του κάτω από άθλιες για τους ασθενείς συνθήκες.
Το Σεπτέμβριο του 2011 χαρακτηρίστηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, διατηρητέο μνημείο.