Ο Παρθενώνας είναι ναός ο οποίος κατασκευάστηκε προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας. Υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της Αθηναϊκής Ηγεμονίας στην Αρχαία Ελλάδα.
Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες.
Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού προς την ανατολική του πλευρά κατέρρευσε. Έκτοτε και μέχρι να παραδοθεί το μνημείο στην αρχαιολογία και το νέο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του 1830, απογυμνώθηκε συστηματικά από τον Τόμας Μπρούς στις αρχές του 19ου αιώνα, ο οποίος απέκοψε με πριονισμό και αποκόλληση ένα μεγάλο αριθμό γλυπτών και μαρμάρων κατά την περίοδο 1801 με 1803, και είναι αξιοσημείωτο πως τα γλυπτά παραλίγο να χανόταν για πάντα καθώς το πλοίο που τα μετέφερε στην Αγγλία βούλιαξε έξω από τα Κύθηρα, με τα κιβώτια να ανασύρονται με την βοήθεια δυτών από την Κάλυμνο.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Μπρούς εν τέλει τα περισσότερα από αυτά πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκονται έως και σήμερα. Υπάρχουν και γλυπτά που κατέληξαν στο Λούβρο στο Παρίσι, καθώς και στην Κοπεγχάγη και αλλού, ενώ στο νέο μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα έχουν τοποθετηθεί πάνω από τα μισά, και λίγα παραμένουν στο ίδιο το κτίσμα. Από το 1983 η ελληνική κυβέρνηση, ξεκινώντας μέσω της τότε υπουργού πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, έχει ξεκινήσει εκστρατεία για την μόνιμη επιστροφή των γλυπτών στην Ελλάδα.