Παρούσα τοποθεσία Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι πολύ γνωστό μαρμάρινο άγαλμα, του τέλους ελληνιστικής – αρχών ρωμαϊκής εποχής (περί το 150 – 50 π.Χ.), το οποίο βρέθηκε, την άνοιξη του 1820, σε αγροτική περιοχή της Μήλου. Το άγαλμα βρέθηκε σε πάνω από 6 χωριστά κομμάτια και κατέληξε ένα χρόνο αργότερα στο Μουσείο του Λούβρου, όπου και εκτίθεται μέχρι σήμερα. Στο μουσείο της Μήλου υπάρχει πιστό αντίγραφό του, το οποίο έστειλε αργότερα ως δωρεά το Λούβρο. Η Αφροδίτη της Μήλου θεωρείται καταπληκτικό έργο της ελληνιστικής τέχνης, το οποίο συνδυάζει αρμονικά τη γυναικεία ομορφιά και θηλυκότητα. Άλλοτε θεωρείτο έργο του Πραξιτέλη, σήμερα όμως είναι σαφές ότι ο δημιουργός της είναι άλλος. Είναι σήμα κατατεθέν της Μήλου ή προσδιοριστικό στοιχείο του τουρισμού της και οπωσδήποτε ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα του Λούβρου.
Γενικά για το άγαλμα
Λεπτομέρειες από τη δεξιά πλευρά, όπου στο μπράτσο φαίνονται σημάδια από το κόσμημα που λείπει και κάτω από το μαστό τρύπα για τη σύνδεση και στήριξη του απωλεσθέντος δεξιού χεριού στον κορμό
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι σκαλισμένη σε παριανό μάρμαρο και έχει ύψος 2,02 μ. Χρονολογείται γύρω στο 150 – 50 π.Χ.[1] και παριστάνει την Αφροδίτη, παρότι αρχικά κάποιοι θεωρούσαν ότι μπορεί να παριστάνει την Αμφιτρίτη. Βρέθηκε ακρωτηριασμένη και εικάζεται πως η θεά στο αριστερό της χέρι κρατούσε μήλο ή καθρέφτη ή ότι με τα δύο χέρια της κρατούσε την ασπίδα του Άρη. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι δεν έκανε τίποτε από αυτά και ότι ήταν έτοιμη να λουστεί. Για τα χέρια της υπάρχει ο μύθος ότι έσπασαν πάνω σε καβγά Γάλλων αρχαιολόγων και Ελλήνων κατά τη μεταφορά του αγάλματος, αλλά αυτό δεν ευσταθεί γιατί το έργο είχε βρεθεί εξαρχής δίχως τα χέρια. Εκείνο που πιθανόν αληθεύει είναι ότι τμήματα των χεριών είχαν βρεθεί σε διάφορα σημεία και ότι το αριστερό κρατούσε μήλο, αλλά χάθηκε κατά τη μεταφορά ή ότι επάνω στη συμπλοκή (η οποία όντως συνέβη για την απόκτησή της), κάποια από αυτά τα κομμάτια που συνόδευαν το γλυπτό (όπως το αριστερό χέρι) έπεσαν στη θάλασσα από τα βράχια και χάθηκαν για πάντα.
Λεπτομέρειες για το γλυπτό
Ο κότσος είχε βρεθεί χωριστά και αποκαταστάθηκε
Το έργο έχει δουλευτεί σε χωριστά κομμάτια, τα δύο βασικά από τα οποία στη συνέχεια ο δημιουργός συνέδεσε στους γλουτούς, εκεί που πέφτουν και οι πτυχώσεις του ενδύματος. Χωριστά είχε δουλευτεί και το αριστερό χέρι αλλά και το αριστερό πόδι, όπως και το δεξί. Η θεά στα μαλλιά φέρει κεφαλόδεσμο (ταινία) από την οποία πίσω ξεφεύγουν βόστρυχοι. Έφερε επίσης κοσμήματα όπως φαίνεται από τα σημάδια που απέμειναν στα αυτιά (σκουλαρίκια) και ίσως περιδέραιο και διάδημα -όπως επίσης φανερώνουν κάποια χαρακτηριστικά σημάδια. Πιθανόν να ήταν και πολύχρωμο έργο[2], αλλά το χρώμα από το παριανό μάρμαρο έχει πια χαθεί και δεν μπορούμε να εικάσουμε με σιγουριά τα χρώματα που ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί. Κάτω από τον δεξιό μαστό υπάρχει μία τρύπα για τη μεταλλική στήριξη του δεξιού χεριού που λείπει. Επειδή η δεξιά πλευρά ήταν πιο καλοδουλεμένη και οι ειδικοί εικάζουν ότι είχε προορισμό να τοποθετηθεί σε σημείο που ο κόσμος θα έβλεπε τη θεά από τα δεξιά της. Η τεχνοτροπία δείχνει ότι ήταν έργο μιας εποχής κατά την οποία παρατηρείτο στροφή στον κλασικισμό.
Σχέδιο του Jean-Baptiste-Joseph Debay το 1821, όπου ακόμα δεν είχε εξαφανιστεί η χάραξη της υπογραφής του γλύπτη στη βάση. Ο Debay είχε αντιγράψει τέλεια τα κεφαλαία ελληνικά γράμματα και έγραφε από κάτω στα γαλλικά ότι το έργο βρέθηκε τον Φεβρουάριο του 1820 στη Μήλο και δωρήθηκε στον βασιλιά τον Μάρτιο του 1821 από τον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη
Ο δημιουργός
Το έργο πλάστηκε στα ταραγμένα ελληνιστικά χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα από τον γλύπτη Αγήσανδρο ή Αλέξανδρο, γιο του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Το μισό όνομά του αναφερόταν στη βάση του γλυπτού όπου απέμενε χαραγμένη η φράση …ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ [ΑΝΤ]ΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕΝ. Αυτή η επιγραφή που φαίνεται σε σχέδιο της εποχής, χάθηκε γύρω στο 1825 ενώ το απόκτημα βρισκόταν στο Λούβρο και πολλοί πιστεύουν ότι την εξαφάνισαν οι τότε διευθυντές του[3] για να μπορούν να υποστηρίξουν ότι ήταν έργο του Πραξιτέλη. Στον Αγήσανδρο αποδίδεται πάντως ένα άλλο έργο που εκτίθεται στο Λούβρο -μια προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε βρεθεί στη Δήλο.
Οι ίδιοι οι Γάλλοι είχαν υποστηρίξει τότε ότι «η αριστερή γωνία της βάσης του αγάλματος όπου αναγραφόταν το όνομα του γλύπτη Αλέξανδρου δυστυχώς χάθηκε στα ασβεστοκονιάματα, αλλά ανήκε σε άλλη εποχή και ήταν άσχετη προς την Αφροδίτη». Το σχέδιο που παρατίθεται πάντως δείχνει ότι η αριστερή πλευρά ταίριαζε τέλεια στη βάση του αγάλματος και επιστημονική εξακρίβωση για τη χρονολόγηση δεν μπορεί να γίνει πια αφού το κομμάτι δεν βρίσκεται πουθενά από όσο γνωρίζουν οι ειδικοί.
Ειδικά για την Αφροδίτη οι Γάλλοι είχαν τότε και «εθνικούς λόγους» να προκαλέσουν σύγχυση, γιατί τότε σε όλη τη λόγια Ευρώπη είχε ξεσπάσει πόλεμος για την απόκτηση αρχαιοτήτων. Επιπλέον ήταν η εποχή που μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815 πολλοί λαοί ζητούσαν -και έπαιρναν- πίσω τις αρχαιότητες που είχε αρπάξει με τους πολέμους του ο Γάλλος στρατηλάτης και οι σχέσεις της Γαλλίας με όλους σχεδόν τους Ευρωπαίους, ήταν αρκετά τεταμένες.
Πιθανόν στο πλαίσιο αυτού του αρχαιολογικού πολέμου οι Γάλλοι να θεώρησαν σκόπιμο να εξαφανιστεί ο πραγματικός δημιουργός του έργου, τόσο για να μην το ζητήσει πίσω η Οθωμανική Αυτοκρατορία (αφού Ελλάδα ακόμα δεν υπήρχε) όσο και για να το προβάλλει διεθνώς περισσότερο ως έργο μυστηριώδους γλύπτη από την κλασική Ελλάδα και να «προσπεράσει» τη Γερμανία στον «αγώνα δρόμου» για την απόκτηση αρχαιοτήτων.