Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία από ντόπιους τη δεκαετία του 1940 όταν και διανοίχτηκε ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, στον οποίο αποδόθηκε και το όνομα της παραλίμνιας οδού. Αργότερα (1954) ο Σουηδός εξερευνητής Linberg αφού περιηγήθηκε στο σπήλαιο, ενημέρωσε την τοπική κοινωνία για τον πλούσιο και αξιοθαύμαστο εσωτερικό του διάκοσμο.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης του σπηλαίου έγινε από τον Τζώνη Ζερβουδάκη σε συνεργασία με την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (ΕΣΕ) το 1963 οπότε και δόθηκε η πρώτη αδρή χαρτογράφηση καθώς και οι πρώτες φωτογραφίες από το εσωτερικό του. Η έρευνα κλιμακώθηκε το 1966 και ολοκληρώθηκε το 1969 από κλιμάκιο της ΕΣΕ που καταχώρησε το σπήλαιο στο επίσημο ετήσιο Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Παράλληλα ο επικεφαλής των ερευνών κ.Παλληκαρόπουλος εκπόνησε μια προμελέτη για την τουριστική αξιοποίηση του σπηλαίου.
Μόλις στα τέλη του 2009 (13 Δεκεμβρίου) το σπήλαιο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Πρόκειται για ένα από τα πιο σύγχρονα και εντυπωσιακά σπήλαια των Βαλκανίων, εξοπλισμένο με ιδιαίτερα εξελιγμένες εγκαταστάσεις και σύστημα ανακύκλωσης αέρα που επιτρέπει τη διατήρηση της φυσικής κατάστασης του σπηλαίου ενώ ταυτόχρονα αποτρέπει τη διάβρωση στο εσωτερικό του.