Η Δήλος, (αρχαία αττική διάλεκτος: Δῆλος και δωρική: Δᾶλος), είναι μικρή νήσος των Κυκλάδων, δυτικά της Μυκόνου. Στην αρχαιότητα υπήρξε ιδιαίτερα διάσημη ως γενέτειρα της θεάς Αρτέμιδος και του θεού Απόλλωνος, εξ ου και η επωνυμία του Δήλιος και εκ τούτου σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο που εξελίχθηκε ομοίως και σε εμπορικό. Ο κάτοικος της Δήλου καλείται Δήλιος, ή Δηλιεύς (στον πληθυντικό Δήλιοι ή Δηλιείς, αντίστοιχα).

Σήμερα η νήσος Δήλος υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Μυκόνου. Ο πληθυσμός του, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, είναι 24 κάτοικοι, οι οποίοι ανήκουν κατά κύριο λόγο στο προσωπικό του αρχαιολογικού χώρου και του αρχαιολογικού μουσείου της Δήλου (φύλακες και διοικητικοί). Το νησί διαθέτει επίσης μικρό λιμανάκι στη δυτική του πλευρά, το οποίο εξυπηρετεί τα τουριστικά πλοιάρια που φέρνουν επισκέπτες για τον αρχαιολογικό χώρο. Τα περισσότερα αναχωρούν από τη γειτονική Μύκονο.

Με το όνομα Δήλες (στον πληθυντικό) φέρονται ομού, ως σύμπλεγμα νησίδων, η Δήλος και η γειτνιάζουσα βορειοδυτικά και μεγαλύτερη αυτής ερημονησίδα Ρήνεια, διακρινόμενες μεταξύ τους με τα ονόματα Μικρά Δήλος (η Δήλος) και Μεγάλη Δήλος (η Ρήνεια). Στους παλαιότερους χάρτες των περιηγητών και οι δύο νησίδες αναφέρονται με το όνομα «Sdiles», εκ παραφθοράς της φράσης «εις Δήλες», ή «στις Δήλες».

Αρχαία Ερείπια
Το νησί της Δήλου ήταν ένα από τα σημαντικότερα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, με ναούς να τιμούν τη γενέτειρα των δίδυμων θεών Απόλλωνος και Αρτέμιδος. Η Δήλος ήταν σημαντική σε τρεις διαφορετικές αρχαίες εποχές για τρεις διαφορετικούς σκοπούς: ως θρησκευτικό χώρο, ως θησαυροφυλάκιο της Αθηναϊκής Συμμαχίας, και ως εμπορικό λιμάνι.

Γεωγραφία

Δήλος
Θέση – μορφολογία – κλίμα
Η Δήλος, ή Δήλες βρίσκονται ΒΔ της Νάξου, Β. της Πάρου, ΒΑ. της Σίφνου και Σερίφου, 17 ν. μίλια ακριβώς Α. της Σύρου, ΝΑ. της Άνδρου και Τήνου και μόλις 2 μίλια ΝΔ. της Μυκόνου. Στην έκκεντρη θέση αυτή της Δήλου ως προς τα προηγούμενα νησιά, όλα ορατά από υψώματα των Δηλών, φέρεται να αποδόθηκε από τους αρχαίους γεωγράφους, και η ονομασία τους σε Κυκλάδες, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου καλούμενα «Σποράδες». Εξ ου μάλιστα και η αρχαία ποιητική ονομασία της νήσου «Ιστίη» (= εστία), κατά Καλλίμαχο.

Ψηφίδες και κολώνες
Η Δήλος έχει σχήμα κανονικό επίμηκες, κείμενη κατά διεύθυνση Βορρά – Νότου, δίνοντας την εικόνα αναρτημένης χλαμύδας, εξ ου και οι αρχαίοι την αποκαλούσαν επίσης «Χλαμυδία», (Πλίνιος, Στέφανος Βυζάντιος). Το μέγιστο μήκος της είναι 5 χλμ. και το μέγιστο πλάτος της 1,3 χλμ., ο δε περίπλους της 5,5 μίλια. Η συνολική της έκταση είναι 6,85 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τη νήσο διατρέχει σε όλο το μήκος της μια κεντρική λοφοσειρά με κυριότερες κορυφές από Β. προς Ν. την «Γκαμήλα» (με υψόμετρο 52,5 μ., ΝΔ. αυτής και πίσω από το αρχαιολογικό μουσείο οι «Πλάκες» (38,5 μ.). Ακολούθως περί το μέσον της νήσου και μετά από ένα ανώνυμο λόφο (73,5 μ.) υψώνεται το λεγόμενο «Κάστρο» που πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κύνθος», με υψόμετρο 115 μ. αποτελώντας το υψηλότερο σημείο του νησιού. Εξ αυτού και οι παράλληλες ποιητικές αρχαίες ονομασίες της νήσου «Κυνθία», «Κυνθιάς», «Κύναιθος» και «Κυναιθώ». Στη συνέχεια, ΝΔ. του προηγουμένου, βρίσκεται η «Γκλαστροπή» (36 μ.) ακολουθώντας στο νότιο μέρος της νήσου και στο κέντρο αυτής η κορυφή «Κάτω Βάρδια» (83 μ.).
Η Δήλος στερείται πηγών και συνεπώς ποταμών. Τα όμβρια ύδατα σχηματίζουν μόνο τον χειμώνα ξεροπόταμους που ρέουν κάθετα της λοφοσειράς και που εκβάλουν στη θάλασσα. Σημαντικότερος εξ αυτών είναι αυτός που σχηματίζεται στις ΒΔ πλαγιές του Κύνθου και που εκβάλει δυτικά, Β. του λιμένος. Είναι ο ονομαστός των αρχαίων «Ινωπός», που λεγόταν ότι τα νερά του λάμβανε από τον ποταμό Νείλο. Μοναδική κοιλάδα της νήσου είναι αυτή που σχηματίζεται δυτικά του λόφου Κύνθου, στην οποία και αναπτύχθηκε το ιερό της Δήλου, η αρχαία πόλη και η αρχαία τεχνητή «ιερά λίμνη».
Το κλίμα της Δήλου, αν και μεσογειακό, χαρακτηρίζεται περισσότερο άνυδρο με μεγάλη περίοδο ετήσιας ξηρασίας που αρχίζει από το τέλος της Άνοιξης και συνεχίζει μέχρι τα μέσα του Φθινοπώρου. Η δε περιορισμένη χλωρίδα της Δήλου, μόνο πόες, αναπτύσσεται κυρίως από την πρωινή δρόσο. Η ηλιοφάνεια της Δήλου θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες του ελληνικού χώρου. Οι δε ισχυροί άνεμοι που πνέουν συχνά στην περιοχή, κυρίως βόρειοι, παρέχουν μία εκπληκτική ορατότητα που φθάνει ακόμα και τα 30 ν.μίλια.

Χαρτογράφηση της Δήλου

Χάρτης της Δήλου από τον Κριστόφορο Μπουοντελμόντι, 1420
Η Χαρτογράφηση της Δήλου φέρεται να ξεκίνησε από τον μεσαίωνα μαζί με την ευρύτερη περιοχή των Κυκλάδων. Ειδικότερα όμως της Δήλου, ως μεμονωμένης νήσου ξεκίνησε ουσιαστικά από τη «Γαλλική αρχαιολογική σχολή της Αθήνας» που πρώτη ξεκίνησε και τις αρχαιολογικές ανασκαφές στη νήσο, καθιστάμενη έτσι η αρχαιότερη επιστημονική χαρτογράφηση ελληνικής νήσου. Ως εκ τούτου η ιστορία αυτής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτος επιστημονικός υδρογραφικός χάρτης της Δήλου ήταν αυτός που εκπονήθηκε από το Βρετανικό Ναυαρχείο με αριθμό 1815 και που εκδόθηκε το 1847. Το 1876 οι Γάλλοι εξέδωσαν νεότερο χάρτη ο οποίος και μετατράπηκε σε γεωλογικό. Το 1908 τη νέα χαρτογράφηση της Δήλου ανέλαβε η ελληνική Στρατιωτική χαρτογραφική υπηρεσία δια του αξιωματικού Χρυσανθακόπουλου, η οποία και εξέδωσε το επόμενο έτος τον πρώτο ελληνικό χάρτη της Δήλου.

Γεωλογία της Δήλου
Πρώτος που μελέτησε επισταμένα, επί διετία (1906-1908), τη γεωλογική σύσταση της Δήλου ήταν ο σπουδαίος Γάλλος γεωλόγος Λουκιανός Καγιέ {Lucien Cayeux] (1864-1944), εκπονώντας σχετική μελέτη υπό τον τίτλο «Description physique de l’ile de Délos», και η οποία δημοσιεύτηκε το 1911 ως 4ο τεύχος της «Explor de Délos» της Γαλλικής (αρχαιολογικής) Σχολής Αθηνών.
Γεωλογικά η Δήλος συνίσταται από γρανίτη, γνευσίου και σχιστόλιθου ηφαιστειογενούς προέλευσης που περιγράφει αναλυτικά ο Λ. Καγιέ στην παραπάνω έρευνά του ακολουθώντας την περί Αιγηίδας αρχαία χώρα, κατά θεωρία του Φιλίπσον, δικαιολογώντας τη γεωλογική δημιουργία – εμφάνιση της Δήλου. Αξίζει όμως ν’ αναφερθεί ως προς τη Δήλο, ότι ο Έλληνας γεωλόγος – μεταλλειολόγος Φωκίων Νέγρης (1846-1928) με τη δική του θεωρία περί ανύψωσης της στάθμης των υδάτων της Μεσογείου, έλαβε ως βάση τη νήσο Δήλο. Λαμβάνοντας αφορμή εξ αυτού ο Λ. Καγιέ αντέκρουσε τον Φ. Νέγρη με το άρθρο του «Fixité du niveau de la Mediterranée à l’époque historique», που δημοσιεύτηκε στον XIV τόμο του 1907 των «Annales de Géographie». Επ΄ αυτού ακολούθησε απάντηση του Φ. Νέγρη υπό τον τίτλο «Délos et la tyansgression aciuelle des mers», που δημοσιεύτηκε επίσης το ίδιο έτος.

Το έδαφος της Δήλου παρουσιάζεται σήμερα ιδιαίτερα τραχύ και βραχώδες ως συνέπεια του γεωλογικού σχηματισμού της. Ο γρανίτης της Δήλου έχοντας διακριθεί για την άριστη ποιότητά του άρχισε να λατομείται από το 1928 και να διοχετεύεται σε μεγάλες ποσότητες στην Αθήνα για έργα οδοποιίας σε χρήση γρανιτάσφαλτου. Δένδρα δεν υφίστανται στη Δήλο, αν και στην αρχαιότητα φέρεται να είχε πολλά, σύμφωνα με επιγραφές, η δε χλωρίδα της είναι πολύ φτωχή.

Ακτογραφία
Γενικά η βόρεια και βορειο-ανατολική ακτή της Δήλου παρουσιάζει έντονα τα φαινόμενα διάβρωσης και κατακερματισμού λόγω των ισχυρών βορείων ανέμων που πνέουν ιδιαίτερα συχνά στην περιοχή και των υψηλών κυμάτων που δημιουργούν και που ξεσπούν σ’ αυτή. Έτσι το βόρειο τμήμα της απολήγει σε δύο μικρά αντιτακτά απόκρημνα ακρωτήρια με ΒΑ. κατεύθυνση δημιουργώντας μεταξύ τους τον όρμο Χάλαρο, ασφαλής μόνο σε ΝΑ., Ν. και ΝΔ. ανέμους Το μεν δυτικό ονομάζεται «ακρωτήριο Μόρου», το δε ανατολικό «Κακό ακρωτήρι», ή «ακρωτήριο Πατηνιώτης». Επί της ανατολικής πλευράς και σε απόσταση 0,5 χλμ νότια του προηγουμένου σχηματίζεται μικρός ορμίσκος καλούμενος «Γούρνα» ασφαλής για αγκυροβολία σε βόρειους, βορειοδυτικούς, δυτικούς και νοτιοδυτικούς ανέμους. Νοτιότερα αυτής είναι ο κάβος ή «ακρωτήριο Συκιά» στη νότια πλευρά του οποίου σχηματίζεται ο ομώνυμος ορμίσκος. Παρά την ακτή αυτού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ερείπια αρχαίας εβραϊκής συναγωγής.

Η υπόλοιπη νοτιότερα ανατολική ακτή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του ότι οι μικροί κάβοι, απολήξεις λόφων, και οι δημιουργούμενοι ορμίσκοι δεν παρέχουν πρόσβαση στο εσωτερικό της νήσου. Στο νότιο μέρος της νήσου, ακριβώς νότια του λόφου «Κάτω Βάρδια» σχηματίζεται όρμος – αγκάλη ασφαλής στους βόρειους ανέμους. Το δυτικό άκρο αυτής συνεχίζει ως μικρή χερσόνησος καταλήγοντας στο ακρωτήριο Γρανίτης που είναι και το νοτιότερο άκρο της νήσου. Ουσιαστικά πρόκειται για μικρή τριγωνική νησίδα σχήματος σπονδύλου, καλούμενη «Χερρόνησος» που προβάλει όντως ως χερσόνησος, προσβάσιμη από ξηράς δι’ απλού άλματος.

Ακολουθώντας τη δυτική ακτή της νήσου από νότο προς βορρά που αποτελεί και την ανατολική πλευρά του διαύλου ή Στενού Δήλου, μετά της Ρήνειας σημαντικότερα σημεία της είναι ο όρμος Φούρνοι, περί το μέσον του διαύλου, εγγύτατα του οποίου βρίσκονται τα αρχαία λατομεία. Βορειότερα αυτού απαντώνται οι μικρές βραχονησίδες «Μεγάλος Ρεμαατιάρης» και «Μικρός Ρεματιάρης», σε ευθεία διάταξη κατά διεύθυνση του στενού. Έναντι των «Ρεματιάρηδων» επί της ακτής της Δήλου βρίσκεται ο «ορμος Λιμνιώνας» όπου και οι δύο αρχαίοι λιμένες της Δήλου: ο «ιερός λιμένας» και ο «εμπορικός λιμένας» βόρεια και συνέχεια του προηγουμένου. Δυστυχώς τα απορρίμματα εκ των πρώτων ανασκαφών ρίχθηκαν για ευκολία στη θάλασσα ακριβώς στη θέση του ιερού λιμένα. Παρά τις εν λόγω όμως επιχώσεις παραμένουν ορατά σε γαλήνη τμήματα του αρχαίου λιμενοβραχίονα. Σημειώνεται ότι όλη η ακτή από τον Λιμνιώνα μέχρι τον νοτιότερο προηγούμενο όρμο Φούρνοι στην αρχαιότητα αποτελούσε εμπορική παραλία. Βορειότερα του όρμου Λιμνιώνα βρίσκεται ο «όρμος Σκαρδανάς» που είναι και ο βορειότερος της δυτικής ακτής της Δήλου, παρέχοντας ασφάλεια σε ΒΑ., Α., ΝΑ., Ν., και ΝΔ. ανέμους και αντίστοιχους κυματισμούς. Σημειώνεται ότι στον όρμο αυτόν κατέληγε αρχικά ο ιερός ποταμός Ινωπός, ενώ αργότερα με τεχνητά μέσα οι αρχαίοι Δήλιοι μετατόπισαν την εκβολή του στον ιερό λιμένα.

Αρχαιολογικές έρευνες Δήλου
Η Δήλος παρά το τέλος της αρχαίας ακμής της και της τελείας ερήμωσης που ακολούθησε φαίνεται πως ποτέ δεν λησμονήθηκε. Το όνομά της παρέμεινε σ’ όλους τους μεταγενέστερους με αμείωτη φήμη και θαυμασμό. Έτσι με τις πρώτες μεσαιωνικές χαρτογραφήσεις του Αιγαίου η Δήλος υπήρξε από τις πρώτες περιοχές του ελλαδικού χώρου που προκάλεσαν το ενδιαφέρον ιστορικών ερευνητών και αρχαιολόγων για ανασκαφές, τη χρηματοδότηση των οποίων ανέλαβαν στη συνέχεια αυτοκράτορες και ευγενείς. Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας όπου το ενδιαφέρον ήταν περισσότερο στραμμένο στο εμπόριο δεν αναπτύχθηκε καμία αρχαιολογική έρευνα. Πρώτος που επιχείρησε αρχαιολογική ανασκαφή στη Δήλο ήταν ο Ολλανδο-πρώσος στην καταγωγή, λόγιος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, Pasch van Krienen, που τελούσε σε ειδική υπηρεσία, επί Αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης, το 1772, κατά την περίοδο που οι Κυκλάδες τελούσαν υπό ρωσική κατοχή. Ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων της πρώτης αυτής ανασκαφής κατέληξαν στην Αγία Πετρούπολη όπου και εκτίθενται σήμερα στο περίφημο μουσείο Ερμιτάζ, ενώ ένα άλλο μικρότερο μέρος κατέληξε στο Βουκουρέστι.
Το 1813 ο τότε τσάρος της Ρωσίας, μέσω του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Ιταλίσκη, φέρεται να χρηματοδότησε τον Χρύσανθο εξ Ιωαννίνων, που διατελούσε σχολάρχης στη Μύκονο, για τη συγγραφή και έκδοση βιβλίου σχετικά με τις γλυπτές αρχαιότητες της Δήλου που ήταν μόνιμα καταφανείς στην επιφάνεια ή που είχαν βρεθεί τυχαία από γεωργούς. Η έκδοση όμως του εν λόγω βιβλίου ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους, Πιθανολογείται ο κίνδυνος της αρπαγής των μνημείων που ενδεχομένως θα προκαλούσε. Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821, όπου το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη υπήρξε ιδιαίτερα έντονο, αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τη Δήλο επέδειξε ο παρά τον Βασιλέα της Γαλλίας, Γάλλος αρχαιολόγος ευγενής Πέτρος – Λουδοβίκος 1ος δούκας της Μπλάκας, που όμως για άγνωστους λόγους ματαίωσε τη χρηματοδότηση των ανασκαφών. Το 1829 τα μέλη της «Expédition scientifique de Morée» επεχείρησαν μια μικρή ανασκαφή χωρίς όμως άξια λόγου αποτελέσματα. Η πρώτη καθαρά επιστημονική ανασκαφή στη Δήλο ξεκίνησε επί βασιλείας Γεωργίου του Α΄, το 1873, από τη Γαλλική αρχαιολογική σχολή Αθηνών.

Η Γαλλική Σχολή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1846 επί βασιλείας Όθωνα Α΄ και πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, αρχηγού του γαλλικού κόμματος. μετά από συνεννοήσεις που είχε ο δεύτερος με τον τότε πρέσβη της Γαλλίας στην Αθήνα Θ. Πισκατορύ, στα πλαίσια σύσφιξης των πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος με τη Γαλλία. Έτσι περίπου 30 χρόνια αργότερα, το 1873, ξεκινούν οι ανασκαφές στη Δήλο υπό τον Γάλλο εταίρο της Σχολής Α Lebègue που συνεχίστηκαν μέχρι το 1877, το έργο του οποίου συνέχισε για πολύ λίγο ο Έλληνας αρχαιολόγος Π. Στανατάκηςμ υπάλληλος τότε της Ελληνικής αρχαιολογικής εταιρείας που είχε ιδρυθεί στην Αθήνα από το 1837. Από το 1877 τις ανασκαφές της Δήλου συνέχισε ο τότε εταίρος και στη συνέχεια διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Θεόφιλος Ομόλ, ο οποίος και τις συνέχισε μέχρι το 1880. Από το 1881 μέχρι το 1894 τις ανασκαφές και μελέτες αυτών συνέχισαν διάφοροι άλλοι εταίροι της Σχολής, Το 1894 οι ανασκαφές της Δήλου διακόπηκαν λόγω στροφής του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της Σχολής στους Δελφούς μέχρι το 1902.

Το 1902 η Σχολή επανεκίνησε τις ανασκαφές στη Δήλο αυτή τη φορά συστηματικότερα και μεθοδικότερα μετά από μια γενναία χορηγία που της δόθηκε, για τον σκοπό αυτό, από τον δούκα του Λουμπάτ που έφθανε τα 50.000 χρυσά φράγκα ετησίως. Οι δε ανασκαφές που ακολούθησαν αδιάκοπα μέχρι το 1914 τελούνταν υπό την εποπτεία των διευθυντών της Σχολής, αρχικά από τον Θ. Ομόλ και ακολούθως από τον Μ. Ολεώ. και από μια σειρά άλλων αρχαιολόγων εταίρων της Σωολής. Το 1914 οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του τότε μεγάλου πολέμου. Μετά τη λήξη του πολέμου και χωρίς πλέον τη χορηγία του δούκα του Λαμπάτ η Σχολή ενήργησε μικρές συμπληρωματικές ανασκαφές υπό τους νέους διευθυντές της, αρχικά από τον Κάρολο Πικάρ και τον μετέπειτα Πέτρο Ρουσέλ καθώς και με άλλους εταίρους και τον αρχιτέκτονα Ιωσήφ Ρεπλά. Έκτοτε οι έρευνες κι οι μελέτες που ακολούθησαν υπήρξαν ιδιαίτερα σπουδαίες.

Παράλληλα με τις ανασκαφές και μελέτες επί των ευρημάτων της Δήλου, υπο της Γαλλικής Σχολής, επί των αρχαιοτήτων της νήσου εργάστηκαν και μελέτησαν πολλοί Έλληνες αρχαιολόγοι είτε ως επόπτες των ανασκαφών εκ μέρους του ελληνικού κράτους και έφοροι αρχαιοτήτων, είτε ως διευθυντές του πλούσιου σε εκθέματα αρχαιολογικού μουσείου της Δήλου. Μεταξύ αυτών υπήρξαν οι παλαιότεροι έφοροι όπως ο Π. Καββαδίας (1880 και 1882), ο Δ. Φίλιος (1881), ο Δ. Σταυρόπουλος (επί συνεχή 13 έτη, 1894-1907), ο Α. Κεραμόπουλος (1908) και ακολούθως ο Δ. Πίππας επί συνεχή εικοσαετία, _1909 – 1929). Ειδικότερα ο τελευταίος εργάσθηκε επισταμένα σε ανασκαφές στη Ρήνεια και ειδικότερα στη Δήλο με αφορμή την ανάγκη που σημειώθηκε για την επίχωση κάποιων ελών της νήσου. Τούτους ακολούθησαν πολλοί άλλοι νεότεροι ερευνητές αρχαιολόγοι.

Από τις παραπάνω μακροχρόνιες και πολυδάπανες ανασκαφές, έρευνες και μελέτες των Γάλλων αρχαιολόγων και των συντονισμένων παράλληλα προσπαθειών των Ελλήνων συναδέλφων τους υπήρξαν μεγάλες και σπουδαίες αρχαιολογικές δημοσιεύσεις με τις οποίες αναπλάστηκε επί το ακριβέστερο η αρχαία πολιτική και μνημειολογική ιστορία της Δήλου, καθώς και ευρύτερα των Κυκλάδων.

Search

Κατηγορίες


---------------------------------------------------