Το Βυζαντινό Μουσείο Αντιβουνιώτισσας στεγάζεται στον Ι.Ν. Κυράς Αντιβουνιώτισσας και βρίσκεται στην πόλη της Κέρκυρας. Από το 1984 εκτίθεται στην Αντιβουνιώτισσα πλούσια συλλογή φορητών εικόνων και κειμηλίων.[2]
Ο Ναός
Ο ναός, αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο Κυρά Αντιβουνιώτισσα, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Κέρκυρας και πιθανότατα χτίστηκε στο τέλος του 15ου αιώνα.
Αρχιτεκτονική
Η Αντιβουνιώτισσα είναι μια μονόχωρη, ξυλόστεγη βασιλική που διασώζει άθικτη την ιδιαιτερότητα του κερκυραϊκού ναού της εποχής, την ύπαρξη δηλαδή του εξωνάρθηκα που περιβάλλει το ναό από τις τρεις πλευρές. Η μορφολογία του, απλή εξωτερικά με τοξωτά ανοίγματα και μοναδικό κόσμημα το σύνθετο οδοντωτό γείσο, συνδυάζει αρμονικά με το επιτυχημένο πλάσιμο των όγκων. Στο αίθριο, στην ανατολική πλευρά του μνημείου, βρίσκεται το κωδωνοστάσιο που ανήκει στον τύπο με το διάτρητο τοίχωμα.
Σε αντίθεση με τους λιτούς εξωνάρθηκες, ο κυρίως ναός εσωτερικά είναι ιδιαίτερα επιβλητικός και διασώζει κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη λεγόμενη Βασιλική Επτανησιακού τύπου, όπως τα ψηλά στασίδια, τη ζωγραφιστή «ταπετσαρία» στους τοίχους και την «ουρανία», που εδώ οργανώνεται σε ξυλόγλυπτα θέματα. Το τέμπλο είναι μεταγενέστερο και λίθινο. Λίθινες είναι και οι πλάκες του δαπέδου του κυρίως ναού όπως και των εξωναρθήκων, όπου οι περισσότερες είναι επιτάφιες με εγχάρακτα ή ανάγλυφα ονόματα και οικόσημα ευγενών, μεγάλων πρωτοπαπάδων αλλά και γενικότερα σημαντικών προσώπων της Κέρκυρας, οι οποίοι ενταφιάστηκαν εδώ συνδέοντας έτσι ακόμη στενότερα την Αντιβουνιώτισσα με την ιστορία του τόπου. Το 1979, οι κτητορικές οικογένειες Μυλωνοπούλου, Αλαμάνου, Ριζικάρη και Σκάρπα αποφασίζουν τη δωρεά του μνημείου, πλουσιότατου σε κειμήλια αλλά και σημαντικές φορητές εικόνες, στο ελληνικό Δημόσιο με τον όρο ο ναός να λειτουργήσει ως Μουσείο.[3]
Το 1984 και αφού αντιμετωπίστηκαν μόνο τα μεγάλα στατικά προβλήματα του μνημείου με τις άκρως απαραίτητες αναστηλωτικές εργασίες, η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη εγκαινιάζει το Μουσείο με την πλούσια συλλογή των συντηρημένων φορητών εικόνων και των κειμηλίων. Τον Ιούνιο του 1994, μετά από τη δεύτερη τελική φάση της αναστήλωσης του ναού, η «Κυρά Αντιβουνιώτισσα» ανέκτησε πάλι όλη της τη μεγαλοπρέπεια και εγκαινιάστηκε η επανέκθεση της συλλογής.
Το Μουσείο
Η νέα έκθεση του Μουσείου Αντιβουνιώτισσας, αλλά και αναστηλωτικές εργασίες έγιναν με γνώμονα την αποκατάσταση του μνημείου ως ναού. Ο κυρίως ναός και το ιερό αποδόθηκαν στο λειτουργικό τους χαρακτήρα, όπως αυτός διαμορφώθηκε κατά τους δύο τελευταίους αιώνες και σύμφωνα με το αρχειακό φωτογραφικό υλικό. Έτσι όλα τα λειτουργικά αντικείμενα τοποθετήθηκαν στη θέση τους, ανακατασκευάστηκαν τα στασίδια και η «σταμπωτή ταπετσαρία». Οι νάρθηκες χρησιμοποιήθηκαν ως κυρίως εκθεσιακός χώρος. Σε αυτούς εκτίθενται εικόνες του ναού αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς συλλογής εικόνων του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης, αφού ελήφθησαν υπ’ όψιν τα χρονολογικά, εικονογραφικά και τεχνοτροπικά στοιχεία των έργων.
Η συλλογή περιλαμβάνει σημαντικά έργα από το 15ο έως και το 19ο αιώνα επώνυμων αλλά και ανώνυμων καλλιτεχνών και παρέχει μία πλήρη εικόνα της θρησκευτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και της πνευματικής κίνησης γενικότερα κατά την περίοδο αυτή στην Κέρκυρας, η οποία, όπως και τα υπόλοιπα Επτάνησα, έγινε σταθμός και τόπος διαμονής Κρητών, κυρίως, καλλιτεχνών στη διαδρομή τους από την Κρήτη προς τη Βενετία, ιδίως μετά την κατάληψη της Μεγαλονήσου από τους Τούρκους το 1669.
Η διακίνηση αυτή καλλιτεχνών αλλά και ρευμάτων, σε συνδυασμό με την αφοσίωση στο ορθόδοξο δόγμα, τις βυζαντινές επιβιώσεις αλλά και την άμεση επικοινωνία με τη Δύση, δημιούργησαν με την πάροδο των αιώνων μια υψηλή καλλιτεχνική αισθητική αλλά και πρότυπα όχι μόνο στους διακινούμενους αλλά και σε ντόπιους καλλιτέχνες. Από τον Τζαφούρη, τον Μιχαήλ Δαμασκηνό και τον Εμμανουήλ Λαμπάρδο μέχρι τον Εμμανουήλ Τζάνε, τον Βίκτωρα και τον Μιχαήλ Αβράμη αλλά και άλλους ζωγράφους, στο Μουσείο Αντιβουνιώτισσας αντιπροσωπεύονται πλήρως πέντε αιώνες θρησκευτικής καλλιτεχνικής έκφρασης.[4]
Η Ζωγραφική
Τα λίγα γνωστά μέχρι σήμερα έργα ζωγραφικής που σώζονται στην Κέρκυρα και ανήκουν στη βυζαντινή περίοδο, μαρτυρούν ότι τόσο στη μνημειακή ζωγραφική (Τοιχογραφίες στο ναό Αγίου Μερκουρίου κοιν. Αγίου Μάρκου και Αγίου Μιχαήλ στο Βουνό της Άνω Κορακιάνας, 11ος-12ος αι.), όσο και στις φορητές εικόνες του 14ου αι., ακολουθείται η βυζαντινή παράδοση. Στις τοιχογραφίες έχει επισημανθεί το αυστηρό σχηματοποιημένο γραμμικό στυλ, εξαιρετικά αρχαΐζον σε σχέση με άλλα βυζαντινά έργα της εποχής. Από τις εικόνες που σώζονται, δύο έχουν αποδοθεί σε εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης (Πρόδρομος Αγίας Αικατερίνης και Παναγία Οδηγήτρια), ενώ η αμφιπρόσωπη εικόνα της Παναγίας Δημοσιάνας του Μητροπολιτικού Ναού αποδίδεται σε εργαστήριο των Ιωαννίνων. Έτσι παρά την υπαγωγή του νησιού σε λατίνους ηγεμόνες, μετά το 1204, η βυζαντινή παράδοση εξακολουθεί, χωρίς να μαρτυρείται από τα σωζόμενα έργα ή τις πηγές ότι η Κέρκυρα υπήρξε ιδιαίτερο καλλιτεχνικό κέντρο. Από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1669, η βενετοκρατούμενη Κρήτη αποτελεί το σπουδαιότερο καλλιτεχνικό κέντρο του ελληνισμού παράλληλα με άλλα πνευματικά κέντρα (Άθως) και καλλιτεχνικές παρουσίες στην Ηπειρωτική Ελλάδα (Θηβαίοι ζωγράφοι). Η ζωγραφική που διαμορφώνεται στην Κρήτη ακολουθεί το ρεύμα της όψιμης Παλαιολογείας στην πρώτη της εμφάνιση και αποκτά στη συνέχεια έναν εκλεκτικό χαρακτήρα και την ικανότητα να μεταχειρίζεται πολλούς τρόπους, ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Η δυνατότητα των Κρητών ζωγράφων να δέχονται παραγγελίες από πολλά μοναστικά κέντρα του ελληνισμού, από το εξωτερικό, από ευγενείς Έλληνες και Βενετούς, οι διαφορετικές αισθητικές προτιμήσεις των φορέων, το διαφορετικό δόγμα και η εθνικότητα συνετέλεσαν στην ικανότητα προσαρμογής και τη διαμόρφωση της τέχνης της Κρητικής Σχολής, με την οποία ανθίζει κυρίως η τέχνη της φορητής εικόνας.
Η Κέρκυρα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και τύχης, αναπτύσσει από νωρίς σχέσεις με τη βενετοκρατούμενη Κρήτη και στη συνέχεια γίνεται τόπος διαμονής και κυρίως σταθμός πολυάριθμων κρητικών ζωγράφων, στη διαδρομή από Κρήτη προς Βενετία. Εδώ είναι εγκατεστημένος για λίγο διάστημα ο ζωγράφος Θωμάς Μπαθάς (1585-1587), χωρίς να έχει βρεθεί έως σήμερα ενυπόγραφο έργο του. Την ίδια εποχή, 16ος αι., κυριαρχούν οι φημισμένοι ζωγράφοι Μιχαήλ Δαμασκηνός και Γεώργιος Κλόντζας. Αρκετά έργα του πρώτου έχουν διασωθεί στην Κέρκυρα, αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την εδώ παραμονή του πριν και μετά την μετάβασή του στη Βενετία.
Τα έργα του 17ου αι., επώνυμων και ανώνυμων ζωγράφων, είναι πολυάριθμα. Μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου το 1646 και ολόκληρης της Κρήτης το 1669, οι ζωγράφοι βρίσκουν εδώ καταφύγιο και επηρεάζουν τους ομοτέχνους τους μιας ευρύτερης περιοχής, που περιλαμβάνει και την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Το 18ο αι. με την επίδραση του Παναγιώτη Δοξαρά, επικρατεί η Ιταλική τεχνοτροπία, ενώ ταυτόχρονα το 18ο αι. αλλά και το 19ο α. συνυπάρχουν στην Κέρκυρα εικόνες που έχουν παραγγελθεί στα τοπικά ηπειρώτικα εργαστήρια.[5]